- ἀποδεικνύωνται
- ἀποδείκνυμιpoint away frompres subj mp 3rd plἀποδείκνυμιpoint away frompres subj mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρακέλευσις — εύσεως, ή Α [παρακελεύομαι] 1. προτροπή, ενθάρρυνση, εγκαρδίωση, παρακίνηση 2. παραίνεση, συμβουλή 3. φατριαστική συνεννόηση, συνδυασμός για εκλογές («ἐκ παρακελεύσεως ἤ καὶ δεκασμοῡ ἀποδεικνύωνται», Δίων Κάσσ) … Dictionary of Greek